Η πρώτη αναφορά στον κερατόκωνο έγινε από τον Γερμανό Burchard David Mauchart το 1748, τον ανέφερε ως “staphyloma diaphanum” δηλαδή εξόγκωμα του κερατοειδούς
και αργότερα από τον Taylor το 1766, αλλά ο όρος επαρκώς πρώτα περιγράφηκε και διαχωρίστηκε από άλλες παθήσεις του κερατοειδούς από τον Νόττιγχαμ το 1854.
Τους πρώτους μήνες του έτους 1888, ένας Γάλλος οφθαλμολόγος ο Eugene Kalt ξεκίνησε μια θεραπεία χρησιμοποιώντας ένα ακατέργαστο γυαλί σε σχήμα κοχυλιού με σκοπό «να συμπιέσει την απότομη κωνική κορυφή με αυτόν τον τρόπο να διορθώσει την καμπυλότητα του».
Αυτή ήταν η πρώτη γνωστή εφαρμογή ενός φακού επαφής για τη διόρθωση του κερατόκωνου.
Ο κερατόκωνος είναι μια αργή και προοδευτική ασθένεια των ματιών κατά την οποία ο κανονικός, στρόγγυλος, σε σχήμα θόλου κερατοειδής (το διαυγές εξωτερικό σχήμα του μπροστινού μέρος του ματιού) λεπταίνει και αρχίζει να διογκώνεται σε ένα κωνικό σχήμα. Αυτός ο κώνος είναι ακανόνιστος με αποτέλεσμα το φως που μπαίνει στο μάτι να «κάμπτεται». Με δεδομένο ότι ο κερατοειδής χιτώνας είναι υπεύθυνος για την διάθλαση του μεγαλύτερου μέρους του φωτός που μπαίνει στο μάτι, ένας ακανόνιστος κερατοειδής προκαλεί θολή όραση.
Η θολή όραση που προκαλείται από τον κερατόκωνο (ιδιαίτερα σε προχωρημένα στάδια) είναι διαφορετική από την θολή όραση που προκαλείται από άλλες κοινές διαθλαστικές ανωμαλίες του ματιού όπως η μυωπία ή η υπερμετρωπία. Στα τελικά στάδια του κερατόκωνου είναι αρκετά δύσκολο να επιτευχθεί ικανοποιητική όραση ακόμη και με την χρήση γυαλιών ή φακών επαφής.
Ο κερατόκωνος μπορεί να εμφανιστεί στο ένα ή και στα δύο μάτια και συχνά εμφανίζεται κατά την διάρκεια της εφηβείας ενός ατόμου ή στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας της ζωής του. Ο κερατόκωνος εμφανίζεται περίπου σε 1 στα 1000 άτομα.
Υπάρχουν αρκετές θεωρίες σχετικά με το πώς εμφανίζεται ο κερατόκωνο σε ένα υγιές μάτι, αλλά ο ακριβής λόγος εμφάνισης για αυτήν την ασθένεια των ματιών παραμένει άγνωστος. Μετά από πολυετής έρευνες, οι γιατροί και οι ερευνητές έχουν καταλήξει σε κάποιες θεωρίες. Ωστόσο καμία από αυτές τις θεωρίες δεν μπορεί να εξηγήσει εξ ολοκλήρου τα αίτια της εμφάνισης της πάθησης, με αποτέλεσμα κάποιοι ερευνητές να υποστηρίζουν ότι ο κερατόκωνος μπορεί να προκληθεί από έναν συνδυασμό παραγόντων.
Πιστεύεται ότι η γενετική και το περιβάλλον παίζουν ρόλο στην εμφάνιση του κερατόκωνου.
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
ΓΕΝΕΤΙΚΗ
Μια θεωρία είναι πως ο κερατόκωνος μπορεί να προκληθεί από γενετικά αίτια. Ωστόσο με βάση τις τρέχουσες επιστημονικές πληροφορίες, είναι λιγότερες από μια στις δέκα οι πιθανότητες να έχει κερατόκωνο ένας συγγενής ενός ατόμου που έχει την συγκεκριμένη πάθηση. Έτσι η πλειοψηφία των ασθενών με κερατόκωνο δεν έχουν άλλα μέλη της οικογένειάς τους με την ίδια πάθηση.
Πολλές γενετικές ασθένειες συνδυάζονται με την εμφάνιση του κερατόκωνου, μεταξύ αυτών το σύνδρομο Down, το σύνδρομο Marfan και το σύνδρομο Ehlers – Danlos.
ΗΛΙΚΙΑ
Ο κερατόκωνος συνήθως εμφανίζεται στην εφηβεία και εξελίσσεται μέχρι την πρώιμη ενήλικη ζωή. Μια θεωρία για τον λόγο για τον οποίο η εξέλιξη σταματά στην πρώιμη ενήλικη ζωή είναι ότι η έκθεση του ματιού σε υπεριώδη ακτινοβολία και η φυσική γήρανση του κερατοειδή έχει ως αποτέλεσμα την διασύνδεση του κολλαγόνου του ματιού. Αυτό με την σειρά του αυξάνει την ακαμψία του κερατοειδούς και αποτρέπει την εξέλιξη.
Τα συμπτώματα του κερατόκωνου γενικά ξεκινούν στα τέλη της εφηβείας ή γύρω στα είκοσι, αλλά μπορούν να εμφανιστούν ανά πάσα στιγμή.
Ο κερατόκωνος μπορεί να προξενήσει προβλήματα στην νυχτερινή όραση παρουσιάζοντας έντονες λάμψεις, φωτεινά στεφάνια και φωτοφοβία.
Τα πρώτα σημάδια του κερατόκωνου είναι συνήθως:
Άλλα συμπτώματα περιλαμβάνουν
Σε προχωρημένα στάδια τους κερατόκωνου, ο ασθενής μπορεί να αντιμετωπίσει ξαφνική θόλωση της όρασης του ενός οφθαλμού, που μπορεί να καθαρίσει μετά από μια περίοδο εβδομάδων ή και μηνών. Αυτό ονομάζεται «οξεία ύδρωπα» και οφείλεται στην ξαφνική έκχυση υγρού μέσα στον τεντωμένο κερατοειδή. Σε προχωρημένες περιπτώσεις επιφανειακές ουλές σχηματίζονται στην κορυφή του κερατοειδούς με αποτέλεσμα την περεταίρω μείωση της όρασης.
Μπορεί να είναι δύσκολο να διαγνωσθεί ο κερατόκωνος, ειδικά στα πρώιμα στάδια, επειδή τα συμπτώματα που σχετίζονται με τον κερατόκωνο θα μπορούσε επίσης να συνδέονται και με άλλες παθήσεις του οφθαλμού. Μόνο με συγκεκριμένες εξετάσεις μπορεί να διαγνωσθεί με ακρίβεια ο κερατόκωνος.
Ο κερατόκωνος μπορεί να διαγνωσθεί με μια τοπογραφία κερατοειδούς, ένα οφθαλμοσκόπιο ή εξέταση με σχισμοειδή λυχνία.
Η τοπογραφία κερατοειδούς είναι η πιο ενδεδειγμένη μέθοδος για να εντοπιστούν τα πρώιμα σημάδια του κερατόκωνου. Είναι μια μέθοδος κατά την οποία χρησιμοποιείται ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής για να αναλύσει μια σειρά δακτυλίων φωτός που προβάλεται πάνω στην επιφάνεια του ματιού για να κάνει ένα λεπτομερή χάρτη της επιφάνειας του κερατοειδούς. Αυτά τα δακτυλίδια φαίνονται παραμορφωμένα με την παρουσία του κερατόκωνου.
Άλλα συμπτώματα του κερατόκωνου που θα δει ο γιατρός κατά την εξέταση των ματιών περιλαμβάνουν
Για να διαγνωσθεί ο κερατόκωνος απαιτείται ο γιατρός να έχει εκπαιδευτεί στην αναγνώριση των συμπτωμάτων.